- κολοκυθένιος, -ια, -ιο
- 1. ο κατασκευασμένος από κολοκύθι.2. ασήμαντος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κολοκυθένιος — α, ο [κολοκύθι] 1. αυτός που αναφέρεται στο κολοκύθι ή που έχει γίνει από κολοκύθι 2. αυτός που δεν έχει καμιά αξία, ασήμαντος … Dictionary of Greek
κολοκένος — κολοκένος, η, ον (Μ) κολοκυθένιος … Dictionary of Greek